- χαλίκωμα
- το, -ατοςη ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαλικώνω, η επίστρωση εδάφους με χαλίκια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλίκωμα — το, Ν 1. επίστρωση επιφάνειας με χαλίκια 2. στον πληθ. τα χαλικώματα χαλίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάλιξ, ικος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πλευρά: πλεύρωμα)] … Dictionary of Greek